- κατορχούμαι
- κατορχοῡμαι, -έομαι (Α)1. χορεύω θριαμβευτικά εμπαίζοντας κάποιον, χορεύω από χαιρεκακία για χλευασμό κάποιου («ἀναβαίνοντες γὰρ ἐπὶ τοὺς προμαχεῶνας τοῡ τείχεος οἱ Βαβυλώνιοι κατωρχέοντο καὶ κατέσκωπτον Δαρεῑον», Ηρόδ.)2. υποτάσσω ή μαγεύω με τον χορό («Λυδοὺς ἐχειρώσατο καὶ φῡλον οὕτω μάχιμον τοῑς αὐτοῑς θιάσοις κατωρχήσατο», Λουκιαν.)3. χορεύω ζωηρά («τῶν ἐν τοῑς πλοιαρίοις καταυλουμένων καὶ κατορχουμένων», Στράβ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ὀρχοῦμαι «χορεύω»].
Dictionary of Greek. 2013.